Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Ο Βάλτος (Λιβάδι) και οι ψαθάδες

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΖΑΒΑΡΑ*



Όπως έρχεσαι από Χαλκίδα, μετά την Αρτάκη και κατηφορίζοντας για τον κάμπο των Ψαχνών, στο δεξί σου χέρι εκτείνεται ο βάλτος.
Όλη n έκταση αυτή έχει παραχωρηθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην κοινότητα της Ν. Αρτάκης. Από το 1989 ο βάλτος έχει χαρακτηρισθεί µε προεδρικό διάταγμα υδροβιότοπος, διότι φιλοξενούνται σ' αυτόν σπάνια είδη πουλιών και προστατεύεται µε διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχει υπογράψει και n Ελλάδα.
Σήμερα, δυστυχώς. ο χώρος αυτός δεν έχει καμιά προστασία. Από την πλευρά της Αρτάκης (νότια) έχει μετατραπεί σε χαβούζα δεχόμενος τα λύματα παρακείμενων πτηνοσφαγείων και πτηνοτροφείων. Πλησίον του πτηνοσφαγείου. «ΣΥΝΚΟ λέγεται σήμερα», υπάρχει ο λοφίσκος «Βάρκα» μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας µε ευρήματα της προϊστορικής εποχής. Από την πλευρά των Ψαχνών (βόρεια), συνεχώς συρρικνούται, µε τους γεωργούς να τον καταπατούν και μεγάλες εκτάσεις του να τις μετατρέπουν σε καλλιεργήσιμες. 
Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά, το Σεπτέμβριο του 2000, βοηθούσης και της ξηρασίας, ο βάλτος υπέστη μεγάλη καταστροφή από φωτιά που έκαιγε επί εβδομάδες.
Από την καρδιά του βάλτου έρχεται ένα κανάλι µε γλυκό νερό που περνά τη γέφυρα του «Κολοβρέχτη) και χύνεται στη θάλασσα.
Παλιότερα, µε την παλίρροια και όταν τα νερά του Ευβοϊκού εκινούντο προς βορρά, το κανάλι γέμιζε από Ψάρια και κυρίως κέφαλους. Εκεί περνούσαν  τον καιρό τους σαν ψαράδες οι Βασίλης Ντάβος, γνωστός µε το παρατσούκλι «Ποντίκης» και ο Γεώργιος Σίδερης (Γαντής ή Σκυλόψαρο).
Αμέσως μετά τη γέφυρα του «Κολοβρέχτη» και δεξιά, ένα στενό μονοπατάκι δίπλα στα χαντάκια µε ψαθί και νεράγκαθα σε οδηγούσε στη βρύση του «Χαμπαράκια». Ο μπάρμπα Κώστας Καραχάλιος (Χαμπαράκιας) είχε εκεί ένα μικρό κτηματάκι και είχε «χτυπήσει» µια γεώτρηση η οποία έδινε ένα πολύ καλό νερό.
Οι εργαζόμενοι στη γύρω περιοχή την επισκέπτονταν και έπαιρναν πόσιμο νερό, γιατί το νερό των πηγαδιών, που πότιζαν τα κτήματα, ήταν λίγο γλυφό.
Κάποτε µια ιδιωτική εταιρεία, µε άδεια της κοινότητας Αρτάκης, προσπάθησε να «αξιοποιήσει» το χώρο µε διάφορα τεχνικά έργα και να δημιουργήσει εκτάσεις κατάλληλες για ορυζοκαλλιέργεια. Η όλη επιχείρηση απέτυχε και ο βάλτος παρέμεινε όπως τον έχει φτιάξει και τον θέλει n φύση…..
Εκτός από την πιο πάνω περίπτωση, n κοινότητα Αρτάκης παραχωρούσε το βάλτο για εκμετάλλευση σε διάφορους ιδιώτες. έναντι ενοικίου.
Για ένα διάστημα πέντε ετών, το βάλτο (γνωστό στους Ψαχνιώτες µε το όνομα Λιβάδι ) τον είχαν νοικιάσει ο πατέρας µου Σπύρος Τζαβάρας µε τον Αναστάσιο Σμπρίνη (Τάσο Δασκαλάκη), οι οποίοι είχαν συστήσει και ξεχωριστή εταιρεία.
Στο λιβάδι φύτρωναν διάφορα χόρτα και υδρόφιλα φυτά. αλλά το κυρίαρχο και πιο ενδιαφέρον ήταν το ψαθί. Ένα χόρτο που το ύψος του έφτανε και τα δυο μέτρα και µ' αυτό έφτιαχναν τις ψάθες των σπιτιών. Τις ψάθες τις έπλεκαν πολλές γυναίκες στα Ψαχνά μέσα στα σπίτια τους. Με το ψαθί είχε αναπτυχθεί μια μικρή οικοτεχνία.
Η Εταιρεία Τζαβάρα-Σμπρίνη, έδινε το ψαθί με αντιπαροχή.
Συγκεκριμένα, την εποχή που επιτρέπονταν το κόψιμο του, διάφοροι Ψαχνιώτες με άδεια της εταιρείας έμπαιναν στο λιβάδι, έκοβαν ψαθί, το έδεναν σε μεγάλα δεμάτια και τα μοιραζόντουσαν με την εταιρεία. 
Τέτοιοι «ψαθάδες»  ήταν ο Γιώργος Τσίρης (Λώλος), (πατέρας του Ανέστη), ο Αντώνης Κούκουρας (πατέρας του Κώστα), ο Αντώνης Μπουλντής (πατέρας του Γιώργου) και άλλοι πολλοί. Ο πατέρας μου με το Δασκαλάκη μοιραζόντουσαν το ψαθί της εταιρείας και ο καθένας είχε γυναίκες τεχνίτριες που έπλεκαν ψάθες στα σπίτια τους. Αυτές πληρωνόντουσαν με το κομμάτι. Η ψάθα είχε σχήμα παραλληλόγραμμου, τυλιγόταν όπως το χαλί και κάλυπτε περίπου ένα συνηθισμένο δωμάτιο φτωχών σπιτιών και όχι μόνο. Ήταν το χαλί τους.
Επίσης, τις ψάθες τις χρησιμοποιούσαν και οι ψαράδες της περιοχής σαν εργαλείο την ώρα του ψαρέματος.
Κάθε Δευτέρα ο πατέρας μου φόρτωνε τη σούστα με Ψάθες, τις κατέβαζε στο παζάρι της Χαλκίδας που γινόταν στην πλατεία της αγοράς, (εκεί που τώρα φτιάχτηκε το  πάρκινγκ αυτοκινήτων).          
Με ψάθες εφοδιάζονταν όλα τα γύρω χωριά αλλά και πολλά σπίτια της Χαλκίδας. Η ψάθα προφύλασσε τους ενοίκους από την υγρασία, αφού τα δάπεδα των περισσοτέρων σπιτιών τότε ήταν από χώμα n τσιμέντο.
Με το ψαθί αυτό έπλεκαν ακόμη τις καρέκλες και τα καρεκλάκια.
Με την τέχνη αυτή καταγίνονταν κυρίως τσιγγάνοι (γύφτοι), οι οποίοι τα καλοκαίρια γύριζαν όλες τις γειτονιές του χωριού.
Σήμερα, που το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων βελτιώθηκε τόσο πολύ, χάθηκαν οι υγιεινές ψάθες και οι ψαθάδες. Τις ψάθες τις αντικατέστησαν με το νάϋλον και με τα τόσα άλλα ανθυγιεινά πλαστικά.
Επίσης, στο Λιβάδι φύτρωνε και ένα άλλο χόρτο που το έλεγαν «Μαχαιρίτη». Και αυτό γινότανε ψηλό όπως περίπου το «ψαθί» και το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Τσοπαναραίοι για να σκεπάζουν τα μαντριά τους. Το μεν Χειμώνα δεν το περνούσε η βροχή και το χιόνι και το Καλοκαίρι κρατούσε καλό ίσκιο. Όποιος το δούλευε έπρεπε να πρόσεχε γιατί το φύλλο του, ήταν κοφτερό και μπορούσε να σου κόψει το χέρι.
Ίσως και απ' αυτό (που έκοβε) να είχε πάρει και το όνομα «Μαχαιρίτης».
Ακόμη, στο Λιβάδι φύτρωνε και το λαχανικό κάρδαμος (γνωστό στους πιο παλιούς ως κορδάματα), που το χρησιμοποιούσαμε στις σαλάτες.
Επίσης, πέρα από τα Ψάρια που είχε το κεντρικό κανάλι, στα επί μέρους χαντάκια του Βάλτου έπιαναν πολλά, μεγάλα και νόστιμα χέλια.


*Από το βιβλίο «Τα Ψαχνά Ευβοίας», εκδ. 2005, σελ. 153 και 154.
Το απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Τζαβάρα δόθηκε από τον ίδιο στην ομαδα πολιτών, με αφορμή τη δημόσια συζήτηση για την προστασία του υγροβιότοπου η οποία διοργανώθηκε στη Χαλκίδα στις 7 Απριλίου. στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Προοδευτική Εύβοια» η οποία και μας παραχώρησε το πληκτρογραφημένο κείμενο. Ευχαριστούμε τον κ. Δημήτρη Δεμερτζή, εκδότη της εφημερίδας για την βοήθεια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου